ShopDreamUp AI ArtDreamUp
Deviation Actions
Literature Text
Η ομίχλη τριγύρω μου άλλαζε σχήματα όπως περπάταγα βιαστικά ανάμεσα στις τριανταφυλλιές και τις ταφόπλακες.
Αιθέριες μορφές απομακρύνονταν αθόρυβα, κρύβονταν μέσα στις σκιές.
Λες και ήθελαν να με τρελάνουν περισσότερο, έπαιρναν τη μορφή αυτής που έψαχνα.
…Λούση, Λούση…
Ήξερα, όμως, ότι αυτή δε θα την έβρισκα εκεί.
Εκείνη ήταν κλεισμένη στους λευκούς, μαρμάρινους τοίχους της.
Στην όμορφη φυλακή της.
Πόσο θα την κράταγε, όμως, αυτή η φυλακή;
…Λούση, Λούση…
Διέκρινα τον οικογενειακό της τάφο λίγα μέτρα παραπέρα, και τότε, άκουσα το τραγούδι.
Δεν μπορούσα να πω με σιγουριά αν ήταν δημιούργημα της φαντασίας μου ή αν όντως ακουγόταν αυτό το τραγούδι.
Φωνή αγγελική, καθαρή σαν κρύσταλλο, αλλά σε ένα σκοπό δαιμονικό.
Μια μουσική που σου πάγωνε το αίμα, αλλά θα έκανες τα πάντα για να την ακούσεις ξανά κ ξανά.
Έτσι φανταζόμουν πάντα το τραγούδι των σειρήνων απ’ την Οδύσσεια, μαγευτικό κ φτιαγμένο στα βάθη της κολάσεως.
…Λούση, Λούση…
Η νύχτα ψιθύριζε τ’ όνομά της και είχε γίνει ένα μ’ αυτήν πλέον.
«Πόρνη του σατανά» ήταν πλέον ο χαρακτηρισμός που περιέγραφε την κατάσταση στην οποία βρισκόταν.
Ένας άδικος χαρακτηρισμός για την κοπέλα που ήξερα εν ζωή.
Αγνή και αθώα προσωπικότητα, η πιο ευχάριστη συντροφιά που είχα βρει.
Ντυμένη στα κόκκινα της άρεσε να τρέχει ανάμεσα στις βερικοκιές.
…Αχ Λούση, Λούση…
Έσπρωξα τη μεταλλική πόρτα κ κατέβηκα τα μαρμάρινα σκαλοπάτια.
Η λευκή αίθουσα ήταν παγωμένη κ σκοτεινή.
Ένα απόκοσμο φως όμως την έκανε να ξεχωρίζει μέσα απ τις σκιές.
Αυτήν, που σήμαινε τόσα για μένα.
Ντυμένη στα λευκά, σαν οπτασία, συνέχιζε το μακάβριο τραγούδι θανάτου της, σε μία γλώσσα που δεν αναγνώριζα.
Η λευκή δαντέλα του φορέματός της κάλυπτε κάθε χιλιοστό του κορμιού της εκτός απ τα παγωμένα δάχτυλά της.
Δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ πως γίνεται μια «πόρνη τη διαβόλου» να έχει αυτή την εμφάνιση.
Το πρόσωπό της κάλυπτε ένα λευκό τούλι, όπως όριζε η παράδοση της περιοχής για τις ανύπαντρες παρθένες.
Οι ξανθοκόκκινες μπούκλες της είχαν χάσει πλέον τη ζωηράδα τους κι έπεφταν άτονα στους ώμους και την πλάτη της.
…Όμορφή μου, Λούση…
Σήκωσε το κεφάλι της και κάτω απ το τούλι μπόρεσα να διακρίνω τα κατακόκκινα σαν αίμα χείλη της.
Το πρώτο αφύσικο χαρακτηριστικό ήταν αυτό.
Αυτό που ακολούθησε όμως, είναι αυτό που μ’ έκανε ν’ ανατριχιάσω.
Όπως τραγουδούσε, φάνηκε η κατάλευκη οδοντοστοιχία της.
Όμως δεν ήταν ανθρώπινη.
Οι μακριοί κυνόδοντές της δήλωναν ότι αυτό που φοβόμουν έγινε πραγματικότητα: ήταν ένα με τη νύχτα.
Δεν υπήρχε πλέον γυρισμός.
Η ψυχή της είχε παρθεί.
…Γιατί, Λούση;…
Είχα μια ελπίδα ότι θα την προλάβαινα πριν χαθεί η ψυχή της.
Ίσως τότε να έβρισκα τρόπο να τη σώσω.
Τώρα όμως ήξερα ότι το πλάσμα που είχα μπροστά μου, δεν ήταν το κορίτσι που αγάπησα.
Ήταν ένας δαίμονας που έθετε σε κίνηση το κορμί της αγαπημένης μου, το μαγάριζε, την μετέτρεπε σε ένα ακάθαρτο ον.
Παρ’ όλα αυτά δεν μπόρεσα να μην ψιθυρίσω «Λούση…».
Αμέσως εκείνη σταμάτησε το απόκοσμο τραγούδι της και με κοίταξε κατάματα.
Κάτω απ το τούλι δεν μπορούσα να διακρίνω καλά τα μάτια της, αλλά ένιωσα το βλέμμα της να με διαπερνά.
Και τότε σήκωσε το τούλι.
Τα μάτια της ήταν μαυρισμένα σαν να μην είχε κοιμηθεί για πολλές μέρες ή σα να ήταν βαριά άρρωστη.
Το χειρότερο όμως ήταν το γαλακτερό γαλάζιο χρώμα που είχαν πάρει οι ίριδές της.
Ήξερα ήδη ότι όταν αυτή η κατάρα πέφτει σε κάποιον απ’ τους νεκρούς μας, το χρώμα των ματιών αλλάζει σταδιακά μέχρι να γίνει λευκό.
Δεν περίμενα, όμως, πότε να δω την όμορφή μου Λούση να χάνει το ζωηρό, πράσινο χρώμα από τα μάτια της.
«Ρόμπερτ…», ψιθύρισε με μια φωνή βουτηγμένη στη λαγνεία.
Με αργές κινήσεις άρχισε να με πλησιάζει χωρίς να κάνει κανένα θόρυβο, σα να ήταν φτιαγμένη από ομίχλη κ αυτή.
Ήθελα να τρέξω να την αγκαλιάσω, αλλά καθώς ήξερα τι πλάσμα ήταν τώρα, η λογική μου έλεγε να τη σκοτώσω πριν με σκοτώσει εκείνη.
Το αποτέλεσμα ήταν να μείνω ακίνητος με βουρκωμένα μάτια.
Ψιθύριζε λόγια αγάπης κ λαγνείας, σε μια φωνή ηδονική, προσκλήσεις θανάτου και το πως θα μπορούσε η αγάπη μας να μην πεθάνει ποτέ άμα ήμασταν και οι δύο απέθαντοι.
Μου εξηγούσε το πώς βγήκε από το φέρετρό της αποκλειστικά για μένα και ότι το πάθος μου γι αυτήν ξύπνησε μια φωτιά μέσα της, μια φωτιά που μπορούσα μόνο εγώ να σβήσω.
Όση ώρα μου τα έλεγε όλα αυτά, με πλησίαζε με αργές αρμονικές κινήσεις.
Είχε πλησιάσει τόσο που πλέον μύριζα το άρωμα από τριαντάφυλλα που ανέδιδε πάντα.
Μόνο που η μυρωδιά ήταν λίγο διαφορετική απ το συνηθισμένο.
Ήταν πιο βαριά, πιο σκοτεινή κατά κάποιο τρόπο.
Μ’ έκανε να θέλω να την σφίξω στην αγκαλιά μου μ’ ένα τρόπο που δεν θα έκανα στο παρελθόν.
Ήθελα να νιώσω το παγωμένο δέρμα της ν’ ακουμπά στο δικό μου το οποίο πλέον έκαιγε σα να είχα πυρετό.
Ήθελα να περάσω τα δάχτυλά μου ανάμεσα απ’ τα απαλά μαλλιά της, να τα μυρίσω τούφα-τούφα για να δω αν έβγαζαν όλα το ίδιο υπέροχο άρωμα.
…Λούση, μη…
Πριν συνειδητοποιήσω τι γίνεται, τα κατάλευκα χέρια της έσφιγγαν παθιασμένα τα πλευρά μου ενώ εκείνη ψιθύριζε απαλά δίπλα στ’ αυτί μου.
Κ τότε, ένα μούδιασμα διαπέρασε όλο μου το σώμα τη στιγμή που ακούμπαγε τα νεκρικά παγωμένα χείλη της στο λαιμό μου.
«Πίσω δαίμονα!»
Αμέσως ξύπνησα απ’ την ερεθιστική νιρβάνα που με είχε ρίξει η μαγεία της πόρνης.
Την ίδια στιγμή, το κολασμένο θηλυκό που στεκόταν δίπλα μου έδειξε το αληθινό του πρόσωπο: έσκυψε το κεφάλι επιθετικά, τέντωσε τα χέρια της προς τα πίσω σε μια αμυντική στάση και άρχισε να πισωπατά.
Ανασήκωσε τα χείλη της δείχνοντας τα κοφτερά της δόντια, φτύνοντας κ βγάζοντας αφρούς.
Την ίδια στιγμή, εγώ γύρισα και κοίταξα πίσω μου να δω ποιος ήταν αυτός που με έσωσε από βέβαιο θάνατο, ίσως και από κάτι χειρότερο.
Ήταν ο ηλικιωμένος που πρόσεχε και φρόντιζε το νεκροταφείο, ένας ξεμωραμένος γέρος όλο γκρίνια, του οποίου το όνομα ούτε που θυμόμουν.
Στα χέρια του κρατούσε έναν ασημένιο σταυρό, βουτηγμένο στο κόκκινο κρασί.
…Λούση!...
Ο βρικόλακας, χωρίς να χάσει το σταυρό από τα μάτια του, πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο μαρμάρινο φέρετρό του.
Εκεί ξάπλωσε πάλι και αφού έφτυσε το σταυρό μερικές φορές ακόμα, έμεινε ακίνητη με τα μάτια κλειστά, δείχνοντας νεκρή όπως θα έπρεπε να ήταν.
Αιθέριες μορφές απομακρύνονταν αθόρυβα, κρύβονταν μέσα στις σκιές.
Λες και ήθελαν να με τρελάνουν περισσότερο, έπαιρναν τη μορφή αυτής που έψαχνα.
…Λούση, Λούση…
Ήξερα, όμως, ότι αυτή δε θα την έβρισκα εκεί.
Εκείνη ήταν κλεισμένη στους λευκούς, μαρμάρινους τοίχους της.
Στην όμορφη φυλακή της.
Πόσο θα την κράταγε, όμως, αυτή η φυλακή;
…Λούση, Λούση…
Διέκρινα τον οικογενειακό της τάφο λίγα μέτρα παραπέρα, και τότε, άκουσα το τραγούδι.
Δεν μπορούσα να πω με σιγουριά αν ήταν δημιούργημα της φαντασίας μου ή αν όντως ακουγόταν αυτό το τραγούδι.
Φωνή αγγελική, καθαρή σαν κρύσταλλο, αλλά σε ένα σκοπό δαιμονικό.
Μια μουσική που σου πάγωνε το αίμα, αλλά θα έκανες τα πάντα για να την ακούσεις ξανά κ ξανά.
Έτσι φανταζόμουν πάντα το τραγούδι των σειρήνων απ’ την Οδύσσεια, μαγευτικό κ φτιαγμένο στα βάθη της κολάσεως.
…Λούση, Λούση…
Η νύχτα ψιθύριζε τ’ όνομά της και είχε γίνει ένα μ’ αυτήν πλέον.
«Πόρνη του σατανά» ήταν πλέον ο χαρακτηρισμός που περιέγραφε την κατάσταση στην οποία βρισκόταν.
Ένας άδικος χαρακτηρισμός για την κοπέλα που ήξερα εν ζωή.
Αγνή και αθώα προσωπικότητα, η πιο ευχάριστη συντροφιά που είχα βρει.
Ντυμένη στα κόκκινα της άρεσε να τρέχει ανάμεσα στις βερικοκιές.
…Αχ Λούση, Λούση…
Έσπρωξα τη μεταλλική πόρτα κ κατέβηκα τα μαρμάρινα σκαλοπάτια.
Η λευκή αίθουσα ήταν παγωμένη κ σκοτεινή.
Ένα απόκοσμο φως όμως την έκανε να ξεχωρίζει μέσα απ τις σκιές.
Αυτήν, που σήμαινε τόσα για μένα.
Ντυμένη στα λευκά, σαν οπτασία, συνέχιζε το μακάβριο τραγούδι θανάτου της, σε μία γλώσσα που δεν αναγνώριζα.
Η λευκή δαντέλα του φορέματός της κάλυπτε κάθε χιλιοστό του κορμιού της εκτός απ τα παγωμένα δάχτυλά της.
Δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ πως γίνεται μια «πόρνη τη διαβόλου» να έχει αυτή την εμφάνιση.
Το πρόσωπό της κάλυπτε ένα λευκό τούλι, όπως όριζε η παράδοση της περιοχής για τις ανύπαντρες παρθένες.
Οι ξανθοκόκκινες μπούκλες της είχαν χάσει πλέον τη ζωηράδα τους κι έπεφταν άτονα στους ώμους και την πλάτη της.
…Όμορφή μου, Λούση…
Σήκωσε το κεφάλι της και κάτω απ το τούλι μπόρεσα να διακρίνω τα κατακόκκινα σαν αίμα χείλη της.
Το πρώτο αφύσικο χαρακτηριστικό ήταν αυτό.
Αυτό που ακολούθησε όμως, είναι αυτό που μ’ έκανε ν’ ανατριχιάσω.
Όπως τραγουδούσε, φάνηκε η κατάλευκη οδοντοστοιχία της.
Όμως δεν ήταν ανθρώπινη.
Οι μακριοί κυνόδοντές της δήλωναν ότι αυτό που φοβόμουν έγινε πραγματικότητα: ήταν ένα με τη νύχτα.
Δεν υπήρχε πλέον γυρισμός.
Η ψυχή της είχε παρθεί.
…Γιατί, Λούση;…
Είχα μια ελπίδα ότι θα την προλάβαινα πριν χαθεί η ψυχή της.
Ίσως τότε να έβρισκα τρόπο να τη σώσω.
Τώρα όμως ήξερα ότι το πλάσμα που είχα μπροστά μου, δεν ήταν το κορίτσι που αγάπησα.
Ήταν ένας δαίμονας που έθετε σε κίνηση το κορμί της αγαπημένης μου, το μαγάριζε, την μετέτρεπε σε ένα ακάθαρτο ον.
Παρ’ όλα αυτά δεν μπόρεσα να μην ψιθυρίσω «Λούση…».
Αμέσως εκείνη σταμάτησε το απόκοσμο τραγούδι της και με κοίταξε κατάματα.
Κάτω απ το τούλι δεν μπορούσα να διακρίνω καλά τα μάτια της, αλλά ένιωσα το βλέμμα της να με διαπερνά.
Και τότε σήκωσε το τούλι.
Τα μάτια της ήταν μαυρισμένα σαν να μην είχε κοιμηθεί για πολλές μέρες ή σα να ήταν βαριά άρρωστη.
Το χειρότερο όμως ήταν το γαλακτερό γαλάζιο χρώμα που είχαν πάρει οι ίριδές της.
Ήξερα ήδη ότι όταν αυτή η κατάρα πέφτει σε κάποιον απ’ τους νεκρούς μας, το χρώμα των ματιών αλλάζει σταδιακά μέχρι να γίνει λευκό.
Δεν περίμενα, όμως, πότε να δω την όμορφή μου Λούση να χάνει το ζωηρό, πράσινο χρώμα από τα μάτια της.
«Ρόμπερτ…», ψιθύρισε με μια φωνή βουτηγμένη στη λαγνεία.
Με αργές κινήσεις άρχισε να με πλησιάζει χωρίς να κάνει κανένα θόρυβο, σα να ήταν φτιαγμένη από ομίχλη κ αυτή.
Ήθελα να τρέξω να την αγκαλιάσω, αλλά καθώς ήξερα τι πλάσμα ήταν τώρα, η λογική μου έλεγε να τη σκοτώσω πριν με σκοτώσει εκείνη.
Το αποτέλεσμα ήταν να μείνω ακίνητος με βουρκωμένα μάτια.
Ψιθύριζε λόγια αγάπης κ λαγνείας, σε μια φωνή ηδονική, προσκλήσεις θανάτου και το πως θα μπορούσε η αγάπη μας να μην πεθάνει ποτέ άμα ήμασταν και οι δύο απέθαντοι.
Μου εξηγούσε το πώς βγήκε από το φέρετρό της αποκλειστικά για μένα και ότι το πάθος μου γι αυτήν ξύπνησε μια φωτιά μέσα της, μια φωτιά που μπορούσα μόνο εγώ να σβήσω.
Όση ώρα μου τα έλεγε όλα αυτά, με πλησίαζε με αργές αρμονικές κινήσεις.
Είχε πλησιάσει τόσο που πλέον μύριζα το άρωμα από τριαντάφυλλα που ανέδιδε πάντα.
Μόνο που η μυρωδιά ήταν λίγο διαφορετική απ το συνηθισμένο.
Ήταν πιο βαριά, πιο σκοτεινή κατά κάποιο τρόπο.
Μ’ έκανε να θέλω να την σφίξω στην αγκαλιά μου μ’ ένα τρόπο που δεν θα έκανα στο παρελθόν.
Ήθελα να νιώσω το παγωμένο δέρμα της ν’ ακουμπά στο δικό μου το οποίο πλέον έκαιγε σα να είχα πυρετό.
Ήθελα να περάσω τα δάχτυλά μου ανάμεσα απ’ τα απαλά μαλλιά της, να τα μυρίσω τούφα-τούφα για να δω αν έβγαζαν όλα το ίδιο υπέροχο άρωμα.
…Λούση, μη…
Πριν συνειδητοποιήσω τι γίνεται, τα κατάλευκα χέρια της έσφιγγαν παθιασμένα τα πλευρά μου ενώ εκείνη ψιθύριζε απαλά δίπλα στ’ αυτί μου.
Κ τότε, ένα μούδιασμα διαπέρασε όλο μου το σώμα τη στιγμή που ακούμπαγε τα νεκρικά παγωμένα χείλη της στο λαιμό μου.
«Πίσω δαίμονα!»
Αμέσως ξύπνησα απ’ την ερεθιστική νιρβάνα που με είχε ρίξει η μαγεία της πόρνης.
Την ίδια στιγμή, το κολασμένο θηλυκό που στεκόταν δίπλα μου έδειξε το αληθινό του πρόσωπο: έσκυψε το κεφάλι επιθετικά, τέντωσε τα χέρια της προς τα πίσω σε μια αμυντική στάση και άρχισε να πισωπατά.
Ανασήκωσε τα χείλη της δείχνοντας τα κοφτερά της δόντια, φτύνοντας κ βγάζοντας αφρούς.
Την ίδια στιγμή, εγώ γύρισα και κοίταξα πίσω μου να δω ποιος ήταν αυτός που με έσωσε από βέβαιο θάνατο, ίσως και από κάτι χειρότερο.
Ήταν ο ηλικιωμένος που πρόσεχε και φρόντιζε το νεκροταφείο, ένας ξεμωραμένος γέρος όλο γκρίνια, του οποίου το όνομα ούτε που θυμόμουν.
Στα χέρια του κρατούσε έναν ασημένιο σταυρό, βουτηγμένο στο κόκκινο κρασί.
…Λούση!...
Ο βρικόλακας, χωρίς να χάσει το σταυρό από τα μάτια του, πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο μαρμάρινο φέρετρό του.
Εκεί ξάπλωσε πάλι και αφού έφτυσε το σταυρό μερικές φορές ακόμα, έμεινε ακίνητη με τα μάτια κλειστά, δείχνοντας νεκρή όπως θα έπρεπε να ήταν.
Literature
We Know What We Are, But Not What We May Be
My father used to say that the world is made up of two kinds of people: those who sought their own destiny, and those who didn't. Truth be told, I never really bought into it. Sure, it sounded romantic - forging your own path, dictating the terms by which you would live and die... but this was real. I remember telling him as much, and I remember the way he would laugh and say that someday, I would see it for myself. By the time I was an adult, I'd all but forgotten he'd ever said such a thing. My father got sick, you see, and somewhere along the line he came to the realization that his life - or more precisely, its ending - was not glorious. (I never did like the sound of someday.) It's a hard truth to reckon with. Outside of our family and small circle of friends, no one was going to mourn him. He would become another name, another stone, another tally on the score card of that beautiful gift we call life. He would die, and the world would go on. The sun would rise, and a new
Literature
Your Ticklish Beach Trip - Gumroad Preview
The following is a section of a story listed on my Gumroad page. To download the full version, and to see my other exclusive stories, please consider supporting the channel by visiting my shop right here! ❤ ~~~ The ride quickly becomes an eventful one, a whole Spring Break's worth of entertainment on its own. The girls and their mother sing to the songs that play on the radio. They share snacks and catch you up on everything that's going on with them. You talk about everything that can make for engaging conversation. Recent movies, television shows, and current events all get laid out in length. You and the girls talk about how school is going while munching on cookies and Goldfish. Addison occasionally falls quiet to read a book while laying down in the back. You and Thea pair pods to watch videos on your phone. The drive to the beach is a relatively calm and easy one. The scenery out the window is far more natural than the highly trafficked route to and from school. You
Literature
Depression Is
Depression is a monster made up of endless hands that only reach out to drag you deeper. Hiding underneath the bed, waiting for the perfect moment to smother you. It’s smoke closing in, caustic fumes inside a closed room. It’s a gun none can outrun, Wild West, and you’re the saloon. Heavy shackles, a ball and chain weighing you down. It’s that feeling you’ve forgotten something, like turning off the stove and knowing there’s nothing you can do. It’s your car on a hill too steep to climb, and you’re rolling backward without brakes into oncoming traffic. It’s walking on broken glass barefoot. It wears a mask of your face, whispers in your ear that you don’t deserve to be here. It’s an object stuck in your throat, slowly choking you. Depression is thinking you’re alive until you notice no one can see or hear you, and the walls… you pass right through. It’s an ocean to a sinking ship, salvation so far out of reach. Sometimes, it’s a stalker watching from the window, waiting to make their move. Depression is a giant crushing everything below. A shark circling your bleeding feet in freezing waters. It’s a ceiling of spikes bearing down until you’re bled dry and your bones give out. A colorless world without warmth or sound. It’s endless rain and unbearable pain from a fatal wound that cannot be mended. It’s a villain, a menace and the reason too many lives have ended. Depression is…
Suggested Collections
Featured in Groups
So, αυτή είναι η δικιά μου έκδοση για τον βαμπιρισμό της Λούση απ τον Δράκουλα του Μπραμ Στόκερ. Ξέρω, ίσως είναι "ιερόσυλο" το ότι παίρνω μια ιστορία σαν αυτή και τη φέρνω στα μέτρα μου αλλά πραγματικά I had a great time doing it ^_^
Νομίζω όλοι ξέρουμε πάνω-κάτω πως τελειώνει αυτή η ιστορια γι αυτό και είπα να το αφήσω εκεί.
Hope you like it!
Suggestion: read while listening to Bacio Di Tosca -Helena
[link]
Νομίζω όλοι ξέρουμε πάνω-κάτω πως τελειώνει αυτή η ιστορια γι αυτό και είπα να το αφήσω εκεί.
Hope you like it!
Suggestion: read while listening to Bacio Di Tosca -Helena
[link]
© 2013 - 2024 LunarVampireCat
Comments0
Join the community to add your comment. Already a deviant? Log In